- ὑπερβατήριος
- ὑπερβᾰτ-ήριος, ον,A of or for passing over, ὑπερβατήρια θύειν (sc. ἱερά) Polyaen.1.10.1; cf. διαβατήρια.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερβατήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπέρβαση, σε διάβαση 2. (σχετικά με θυσία) αυτός που γίνεται για την υπέρβαση, για τη διάβαση («τὰ ὑπερβατήρια θύειν», Πολύαιν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβαίνω (πρβλ. ὑπέρβασις) + κατάλ. τήριος (πρβλ. ἐμ βα… … Dictionary of Greek
ὑπερβατήρια — ὑπερβατήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)